- καταπλεύσαντος
- καταπλέωaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικαταπλέω — ἐπικαταπλέω (Α) [καταπλέω] (για πλοία) καταπλέω μετά από άλλο («καταπλεύσαντος δέ τοῡ στόλου... ἐπικατέπλευσε Καρχηδονία τριήρης», Διόδ. Σικ.) … Dictionary of Greek